- καθαρεύοντι
- καθαρεύωto be cleanpres part act masc/neut dat sgκαθαρεύωto be cleanpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαθαρεύω — Μ 1. είμαι επίσης καθαρός 2. (για γραμμ. τ.) ανήκω επίσης στη δόκιμη γλώσσα («καθαρεύοντι τῷ ἐνεστώτι συγκαθαρεύειν καὶ τὸν μέσον παρακείμενον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρεύω «είμαι καθαρός, είμαι ακριβής στη γλώσσα» (< καθαρός)] … Dictionary of Greek